Ὠκυάλων

Ὠκυάλων
Ὠκύαλος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠκυάλων — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύαλος — ο / ὠκύαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων αρχ. 1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.) 2. ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. αλος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”